δικογραφία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from δικόγραφ(ο) (dikógraf(o)) + -ία (-ía). Compare Ancient Greek δικογραφία (dikographía, “composition of forensic speeches”).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]δικογραφία • (dikografía) f (plural δικογραφίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δικογραφία (dikografía) | δικογραφίες (dikografíes) |
genitive | δικογραφίας (dikografías) | δικογραφιών (dikografión) |
accusative | δικογραφία (dikografía) | δικογραφίες (dikografíes) |
vocative | δικογραφία (dikografía) | δικογραφίες (dikografíes) |
Related terms
[edit]- δικόγραφο n (dikógrafo)
References
[edit]- ^ δικογραφία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language