Jump to content

δικανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek δικανικός (dikanikós).

Adjective

[edit]

δικανικός (dikanikósm (feminine δικανική, neuter δικανικό)

  1. forensic, legal

Declension

[edit]
Declension of δικανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δικανικός (dikanikós) δικανική (dikanikí) δικανικό (dikanikó) δικανικοί (dikanikoí) δικανικές (dikanikés) δικανικά (dikaniká)
genitive δικανικού (dikanikoú) δικανικής (dikanikís) δικανικού (dikanikoú) δικανικών (dikanikón) δικανικών (dikanikón) δικανικών (dikanikón)
accusative δικανικό (dikanikó) δικανική (dikanikí) δικανικό (dikanikó) δικανικούς (dikanikoús) δικανικές (dikanikés) δικανικά (dikaniká)
vocative δικανικέ (dikaniké) δικανική (dikanikí) δικανικό (dikanikó) δικανικοί (dikanikoí) δικανικές (dikanikés) δικανικά (dikaniká)
[edit]