διηθητικό χαρτί
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]διηθητικό χαρτί • (diithitikó chartí) n (plural διηθητικά χαρτιά)
- (chemistry, cooking) filter paper
- Synonym: Φίλτρα διήθησης (Fíltra diíthisis)
Declension
[edit]- see: διηθητικός (diithitikós) and χαρτί (chartí)