διεύθυνση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]See διευθύνω (diefthýno) for more.
Noun
[edit]διεύθυνση • (diéfthynsi) f (plural διευθύνσεις)
- management, direction, directorate, organisation (of business, organisation, etc)
- home address, abode
- direction of travel
Declension
[edit]Declension of διεύθυνση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διεύθυνση • | διευθύνσεις • | |
genitive | διεύθυνσης • | διευθύνσεων • | |
accusative | διεύθυνση • | διευθύνσεις • | |
vocative | διεύθυνση • | διευθύνσεις • | |
Older or formal genitive singular: διευθύνσεως • |
Related terms
[edit]- see: διευθύνω (diefthýno, “to manage, to organise”)