Jump to content

διεπιφάνεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διεπιφάνεια (diepifáneiaf (plural διεπιφάνειες)

  1. interface

Declension

[edit]
Declension of διεπιφάνεια
singular plural
nominative διεπιφάνεια (diepifáneia) διεπιφάνειες (diepifáneies)
genitive διεπιφάνειας (diepifáneias) διεπιφανειών (diepifaneión)
accusative διεπιφάνεια (diepifáneia) διεπιφάνειες (diepifáneies)
vocative διεπιφάνεια (diepifáneia) διεπιφάνειες (diepifáneies)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]