διεξάγω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Hellenistic Koine Greek διεξάγω (diexágō). Morphologically, δι- from δια- (di- from dia-) + εξ- (ex-) + άγω (ágo).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]διεξάγω • (diexágo) (imperfect διεξήγα, past διεξήγαγα, passive διεξάγομαι, p‑past διεξάχθηκα/διεξήχθην)
- to carry out, conduct (of talks, diplomatic talks, games)
- Για να εντοπίζεται η προέλευση της ασθένειας και να αποτρέπεται η εξάπλωσή της, πρέπει να διεξάγεται ενδελεχής επιδηµιολογική έρευνα.
- Gia na entopízetai i proélefsi tis asthéneias kai na apotrépetai i exáplosí tis, prépei na diexágetai endelechís epidiµiologikí érevna.
- In order to identify the origin of the disease and prevent its spread, a thorough epidemiological investigation must be carried out.
Conjugation
[edit]διεξάγω διεξάγομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διεξάγω | διεξαγάγω | διεξάγομαι | διεξαχθώ1 |
2 sg | διεξάγεις | διεξαγάγεις | διεξάγεσαι | διεξαχθείς |
3 sg | διεξάγει | διεξαγάγει | διεξάγεται | διεξαχθεί |
1 pl | διεξάγουμε, [‑ομε] | διεξαγάγουμε, [‑ομε] | διεξαγόμαστε | διεξαχθούμε |
2 pl | διεξάγετε | διεξαγάγετε | διεξάγεστε, {διεξάγεσθε} | διεξαχθείτε |
3 pl | διεξάγουν(ε) | διεξαγάγουν(ε) | διεξάγονται | διεξαχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διεξήγα | διεξήγαγα | διεξαγόμουν(α) | διεξάχθηκα1, [{διεξήχθην}]2 |
2 sg | διεξήγες | διεξήγαγες | διεξαγόσουν(α) | διεξάχθηκες, [{διεξήχθης}] |
3 sg | διεξήγε | διεξήγαγε | διεξαγόταν(ε) | διεξάχθηκε, {διεξήχθη} |
1 pl | διεξήγαμε | διεξαγάγαμε | διεξαγόμασταν, (‑όμαστε) | διεξαχθήκαμε, [{διεξήχθημεν}] |
2 pl | διεξήγατε | διεξαγάγατε | διεξαγόσασταν, (‑όσαστε) | διεξαχθήκατε, [{διεξήχθητε}] |
3 pl | διεξήγαν | διεξήγαγαν, διεξαγάγαν(ε) | διεξάγονταν, (διεξαγόντουσαν) | διεξάχθηκαν, διεξαχθήκαν(ε), {διεξήχθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διεξάγω ➤ | θα διεξαγάγω ➤ | θα διεξάγομαι ➤ | θα διεξαχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διεξάγεις, … | θα διεξαγάγεις, … | θα διεξάγεσαι, … | θα διεξαχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διεξαγάγει | έχω, έχεις, … διεξαχθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διεξαγάγει | είχα, είχες, … διεξαχθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διεξαγάγει | θα έχω, θα έχεις, … διεξαχθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | [διεξάγαγε] | — | — |
2 pl | διεξάγετε | διεξαγάγετε | διεξάγεστε, {διεξάγεσθε} | διεξαχθείτε1 |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διεξάγοντας ➤ | διεξαγόμενος, ‑η, ‑o ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διεξαγάγει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | διεξαγάγει | διεξαχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Passive forms with -χτ- instead of -χθ- are not usual for this verb. 2. Passive forms with -ην, -ης, -η, ... are very formal, as in the ancient conjugation of διεξάγω. In Modern Greek, found in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • Also, formal passive past participle διεξαχθείς m (diexachtheís), διεξαχθείσα f (diexachtheísa), διεξαχθέν n (diexachthén) "which has taken place" • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- and see: άγω (ágo, “I lead”)