διεξάγω

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Hellenistic Koine Greek διεξάγω (diexágō). Morphologically, δι- from δια- (di- from dia-) +‎ εξ- (ex-) +‎ άγω (ágo).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.eˈksa.ɣo/
  • Hyphenation: δι‧ε‧ξά‧γω
  • Old Hyphenation: δι‧εξ‧ά‧γω

Verb

[edit]

διεξάγω (diexágo) (imperfect διεξήγα, past διεξήγαγα, passive διεξάγομαι, p‑past διεξάχθηκα/διεξήχθην)

  1. to carry out, conduct (of talks, diplomatic talks, games)
    Για να εντοπίζεται η προέλευση της ασθένειας και να αποτρέπεται η εξάπλωσή της, πρέπει να διεξάγεται ενδελεχής επιδηµιολογική έρευνα.
    Gia na entopízetai i proélefsi tis asthéneias kai na apotrépetai i exáplosí tis, prépei na diexágetai endelechís epidiµiologikí érevna.
    In order to identify the origin of the disease and prevent its spread, a thorough epidemiological investigation must be carried out.

Conjugation

[edit]
[edit]
  • and see: άγω (ágo, I lead)