διδακτορικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]διδακτορικός • (didaktorikós) m (feminine διδακτορική, neuter διδακτορικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διδακτορικός (didaktorikós) | διδακτορική (didaktorikí) | διδακτορικό (didaktorikó) | διδακτορικοί (didaktorikoí) | διδακτορικές (didaktorikés) | διδακτορικά (didaktoriká) | |
genitive | διδακτορικού (didaktorikoú) | διδακτορικής (didaktorikís) | διδακτορικού (didaktorikoú) | διδακτορικών (didaktorikón) | διδακτορικών (didaktorikón) | διδακτορικών (didaktorikón) | |
accusative | διδακτορικό (didaktorikó) | διδακτορική (didaktorikí) | διδακτορικό (didaktorikó) | διδακτορικούς (didaktorikoús) | διδακτορικές (didaktorikés) | διδακτορικά (didaktoriká) | |
vocative | διδακτορικέ (didaktoriké) | διδακτορική (didaktorikí) | διδακτορικό (didaktorikó) | διδακτορικοί (didaktorikoí) | διδακτορικές (didaktorikés) | διδακτορικά (didaktoriká) |
Related terms
[edit]- διδακτορία f (didaktoría, “doctorate”)