Jump to content

διδακτορικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

διδακτορικός (didaktorikósm (feminine διδακτορική, neuter διδακτορικό)

  1. doctoral

Declension

[edit]
Declension of διδακτορικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διδακτορικός (didaktorikós) διδακτορική (didaktorikí) διδακτορικό (didaktorikó) διδακτορικοί (didaktorikoí) διδακτορικές (didaktorikés) διδακτορικά (didaktoriká)
genitive διδακτορικού (didaktorikoú) διδακτορικής (didaktorikís) διδακτορικού (didaktorikoú) διδακτορικών (didaktorikón) διδακτορικών (didaktorikón) διδακτορικών (didaktorikón)
accusative διδακτορικό (didaktorikó) διδακτορική (didaktorikí) διδακτορικό (didaktorikó) διδακτορικούς (didaktorikoús) διδακτορικές (didaktorikés) διδακτορικά (didaktoriká)
vocative διδακτορικέ (didaktoriké) διδακτορική (didaktorikí) διδακτορικό (didaktorikó) διδακτορικοί (didaktorikoí) διδακτορικές (didaktorikés) διδακτορικά (didaktoriká)
[edit]