Jump to content

διατροφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from διατροφ(ή) (diatrof(í)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði̯a.tɾo.fiˈkos/
  • Hyphenation: δι‧α‧τρο‧φι‧κός

Adjective

[edit]

διατροφικός (diatrofikósm (feminine διατροφική, neuter διατροφικό)

  1. eating, feeding (attributive), dietary
    διατροφικές συνήθειεςdiatrofikés synítheieseating habits
    διατροφική διαταραχήdiatrofikí diatarachíeating disorder

Declension

[edit]
Declension of διατροφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διατροφικός (diatrofikós) διατροφική (diatrofikí) διατροφικό (diatrofikó) διατροφικοί (diatrofikoí) διατροφικές (diatrofikés) διατροφικά (diatrofiká)
genitive διατροφικού (diatrofikoú) διατροφικής (diatrofikís) διατροφικού (diatrofikoú) διατροφικών (diatrofikón) διατροφικών (diatrofikón) διατροφικών (diatrofikón)
accusative διατροφικό (diatrofikó) διατροφική (diatrofikí) διατροφικό (diatrofikó) διατροφικούς (diatrofikoús) διατροφικές (diatrofikés) διατροφικά (diatrofiká)
vocative διατροφικέ (diatrofiké) διατροφική (diatrofikí) διατροφικό (diatrofikó) διατροφικοί (diatrofikoí) διατροφικές (diatrofikés) διατροφικά (diatrofiká)
[edit]

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ διατροφικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language