Jump to content

διαστημικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from διάστημ(α) (diástim(a), space, interval) +‎ -ικός (-ikós, adjectival suffix).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði̯a.sti.miˈkos/, (in faster speech) /ðʝa.sti.miˈkos/
  • Hyphenation: δια‧στη‧μι‧κός
  • Old Hyphenation: δι‧α‧στη‧μι‧κός

Adjective

[edit]

διαστημικός (diastimikósm (feminine διαστημική, neuter διαστημικό)

  1. spatial (relating to space)

Declension

[edit]
Declension of διαστημικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαστημικός (diastimikós) διαστημική (diastimikí) διαστημικό (diastimikó) διαστημικοί (diastimikoí) διαστημικές (diastimikés) διαστημικά (diastimiká)
genitive διαστημικού (diastimikoú) διαστημικής (diastimikís) διαστημικού (diastimikoú) διαστημικών (diastimikón) διαστημικών (diastimikón) διαστημικών (diastimikón)
accusative διαστημικό (diastimikó) διαστημική (diastimikí) διαστημικό (diastimikó) διαστημικούς (diastimikoús) διαστημικές (diastimikés) διαστημικά (diastimiká)
vocative διαστημικέ (diastimiké) διαστημική (diastimikí) διαστημικό (diastimikó) διαστημικοί (diastimikoí) διαστημικές (diastimikés) διαστημικά (diastimiká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ διαστημικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language