From Wiktionary, the free dictionary
Active form from the mediopassive Koine Greek διασκελίζομαι ( “ having the legs parted ” ) .
IPA (key ) : /ðia.sceˈli.zo/
Hyphenation: δι‧α‧σκε‧λί‧ζω
διασκελίζω • (diaskelízo ) (past διασκέλισα , passive διασκελίζομαι )
( transitive ) to jump , hop
Διασκέλισα τον φράχτη για να δραπετεύσω.Diaskélisa ton fráchti gia na drapetéfso.I hopped over the fence to escape.
( intransitive ) to stride ( walk with long steps )
Πέρασε τον βάλτο διασκελίζοντας . Pérase ton válto diaskelízontas . He crossed over the swamp by striding.
διασκελίζω διασκελίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
διασκελίζω
διασκελίσω
διασκελίζομαι
διασκελιστώ
2 sg
διασκελίζεις
διασκελίσεις
διασκελίζεσαι
διασκελιστείς
3 sg
διασκελίζει
διασκελίσει
διασκελίζεται
διασκελιστεί
1 pl
διασκελίζουμε , [‑ομε ]
διασκελίσουμε , [‑ομε ]
διασκελιζόμαστε
διασκελιστούμε
2 pl
διασκελίζετε
διασκελίσετε
διασκελίζεστε , διασκελιζόσαστε
διασκελιστείτε
3 pl
διασκελίζουν (ε )
διασκελίσουν (ε )
διασκελίζονται
διασκελιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
διασκέλιζα
διασκέλισα
διασκελιζόμουν (α )
διασκελίστηκα
2 sg
διασκέλιζες
διασκέλισες
διασκελιζόσουν (α )
διασκελίστηκες
3 sg
διασκέλιζε
διασκέλισε
διασκελιζόταν (ε )
διασκελίστηκε
1 pl
διασκελίζαμε
διασκελίσαμε
διασκελιζόμασταν , (‑όμαστε )
διασκελιστήκαμε
2 pl
διασκελίζατε
διασκελίσατε
διασκελιζόσασταν , (‑όσαστε )
διασκελιστήκατε
3 pl
διασκέλιζαν , διασκελίζαν (ε )
διασκέλισαν , διασκελίσαν (ε )
διασκελίζονταν , (διασκελιζόντουσαν )
διασκελίστηκαν , διασκελιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα διασκελίζω ➤
θα διασκελίσω ➤
θα διασκελίζομαι ➤
θα διασκελιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα διασκελίζεις , …
θα διασκελίσεις , …
θα διασκελίζεσαι , …
θα διασκελιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … διασκελίσει
έχω, έχεις, … διασκελιστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … διασκελίσει
είχα, είχες, … διασκελιστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … διασκελίσει
θα έχω, θα έχεις, … διασκελιστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
διασκέλιζε
διασκέλισε
—
διασκελίσου
2 pl
διασκελίζετε
διασκελίστε
διασκελίζεστε
διασκελιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
διασκελίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας διασκελίσει ➤
διασκελισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
διασκελίσει
διασκελιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.