Jump to content

διανυκτέρευση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði̯a.niˈkte.ɾef.si/

Noun

[edit]

διανυκτέρευση (dianyktérefsif (plural διανυκτερεύσεις)

  1. overnight, overnight stay (in a hotel, etc.)

Declension

[edit]
Declension of διανυκτέρευση
singular plural
nominative διανυκτέρευση (dianyktérefsi) διανυκτερεύσεις (dianykteréfseis)
genitive διανυκτέρευσης (dianyktérefsis) διανυκτερεύσεων (dianykteréfseon)
accusative διανυκτέρευση (dianyktérefsi) διανυκτερεύσεις (dianykteréfseis)
vocative διανυκτέρευση (dianyktérefsi) διανυκτερεύσεις (dianykteréfseis)

Older or formal genitive singular: διανυκτερεύσεως (dianykteréfseos)