Jump to content

διαμαρτυρία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαμαρτυρία (diamartyríaf (plural διαμαρτυρίες)

  1. protest (formal objection)
    πορεία διαμαρτυρίας
    protest march

Declension

[edit]
Declension of διαμαρτυρία
singular plural
nominative διαμαρτυρία (diamartyría) διαμαρτυρίες (diamartyríes)
genitive διαμαρτυρίας (diamartyrías) διαμαρτυριών (diamartyrión)
accusative διαμαρτυρία (diamartyría) διαμαρτυρίες (diamartyríes)
vocative διαμαρτυρία (diamartyría) διαμαρτυρίες (diamartyríes)