διαλεκτικός υλισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]διαλεκτικός υλισμός • (dialektikós ylismós) m
Declension
[edit]- see: διαλεκτικός (dialektikós) and υλισμός (ylismós)
Further reading
[edit]- διαλεκτικός υλισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el