Jump to content

διαλειτουργικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

διαλειτουργικός (dialeitourgikós, interoperable) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness).

Noun

[edit]

διαλειτουργικότητα (dialeitourgikótitaf (uncountable)

  1. interoperability

Declension

[edit]
Declension of διαλειτουργικότητα
singular
nominative διαλειτουργικότητα (dialeitourgikótita)
genitive διαλειτουργικότητας (dialeitourgikótitas)
accusative διαλειτουργικότητα (dialeitourgikótita)
vocative διαλειτουργικότητα (dialeitourgikótita)