διαλειτουργικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]διαλειτουργικός (dialeitourgikós, “interoperable”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun
[edit]διαλειτουργικότητα • (dialeitourgikótita) f (uncountable)
Declension
[edit] διαλειτουργικότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | διαλειτουργικότητα • |
genitive | διαλειτουργικότητας • |
accusative | διαλειτουργικότητα • |
vocative | διαλειτουργικότητα • |