διαιτητική
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]διαιτητική • (diaititikí) f (plural διαιτητικές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαιτητική (diaititikí) | διαιτητικές (diaititikés) |
genitive | διαιτητικής (diaititikís) | διαιτητικών (diaititikón) |
accusative | διαιτητική (diaititikí) | διαιτητικές (diaititikés) |
vocative | διαιτητική (diaititikí) | διαιτητικές (diaititikés) |
Related terms
[edit]- see: δίαιτα f (díaita, “diet”)