Jump to content

διαιτητική

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαιτητική (diaititikíf (plural διαιτητικές)

  1. (medicine) dietetics

Declension

[edit]
Declension of διαιτητική
singular plural
nominative διαιτητική (diaititikí) διαιτητικές (diaititikés)
genitive διαιτητικής (diaititikís) διαιτητικών (diaititikón)
accusative διαιτητική (diaititikí) διαιτητικές (diaititikés)
vocative διαιτητική (diaititikí) διαιτητικές (diaititikés)
[edit]
see: δίαιτα f (díaita, diet)