Jump to content

διαδραστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

δια- (dia-) +‎ δραστικός (drastikós).

Adjective

[edit]

διαδραστικός (diadrastikósm (feminine διαδραστική, neuter διαδραστικό)

  1. interactive

Declension

[edit]
Declension of διαδραστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαδραστικός (diadrastikós) διαδραστική (diadrastikí) διαδραστικό (diadrastikó) διαδραστικοί (diadrastikoí) διαδραστικές (diadrastikés) διαδραστικά (diadrastiká)
genitive διαδραστικού (diadrastikoú) διαδραστικής (diadrastikís) διαδραστικού (diadrastikoú) διαδραστικών (diadrastikón) διαδραστικών (diadrastikón) διαδραστικών (diadrastikón)
accusative διαδραστικό (diadrastikó) διαδραστική (diadrastikí) διαδραστικό (diadrastikó) διαδραστικούς (diadrastikoús) διαδραστικές (diadrastikés) διαδραστικά (diadrastiká)
vocative διαδραστικέ (diadrastiké) διαδραστική (diadrastikí) διαδραστικό (diadrastikó) διαδραστικοί (diadrastikoí) διαδραστικές (diadrastikés) διαδραστικά (diadrastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαδραστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαδραστικός, etc.)