διαδραστικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]δια- (dia-) + δραστικός (drastikós).
Adjective
[edit]διαδραστικός • (diadrastikós) m (feminine διαδραστική, neuter διαδραστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαδραστικός (diadrastikós) | διαδραστική (diadrastikí) | διαδραστικό (diadrastikó) | διαδραστικοί (diadrastikoí) | διαδραστικές (diadrastikés) | διαδραστικά (diadrastiká) | |
genitive | διαδραστικού (diadrastikoú) | διαδραστικής (diadrastikís) | διαδραστικού (diadrastikoú) | διαδραστικών (diadrastikón) | διαδραστικών (diadrastikón) | διαδραστικών (diadrastikón) | |
accusative | διαδραστικό (diadrastikó) | διαδραστική (diadrastikí) | διαδραστικό (diadrastikó) | διαδραστικούς (diadrastikoús) | διαδραστικές (diadrastikés) | διαδραστικά (diadrastiká) | |
vocative | διαδραστικέ (diadrastiké) | διαδραστική (diadrastikí) | διαδραστικό (diadrastikó) | διαδραστικοί (diadrastikoí) | διαδραστικές (diadrastikés) | διαδραστικά (diadrastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαδραστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαδραστικός, etc.)