From Wiktionary, the free dictionary
διαδραματίζω • (diadramatízo ) (past διαδραμάτισα , passive διαδραματίζομαι )
( drama ) to play a role , act a part
( figuratively ) to play a role
Οι μεγάλες δυνάμεις διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή. Oi megáles dynámeis diadramatízoun spoudaío rólo sti diethní politikí skiní. The great powers play a significant role on the stage of international politics.
( figuratively ) to take place , happen
διαδραματίζω διαδραματίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
διαδραματίζω
διαδραματίσω
διαδραματίζομαι
διαδραματιστώ
2 sg
διαδραματίζεις
διαδραματίσεις
διαδραματίζεσαι
διαδραματιστείς
3 sg
διαδραματίζει
διαδραματίσει
διαδραματίζεται
διαδραματιστεί
1 pl
διαδραματίζουμε , [‑ομε ]
διαδραματίσουμε , [‑ομε ]
διαδραματιζόμαστε
διαδραματιστούμε
2 pl
διαδραματίζετε
διαδραματίσετε
διαδραματίζεστε , διαδραματιζόσαστε
διαδραματιστείτε
3 pl
διαδραματίζουν (ε )
διαδραματίσουν (ε )
διαδραματίζονται
διαδραματιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
διαδραμάτιζα
διαδραμάτισα
διαδραματιζόμουν (α )
διαδραματίστηκα
2 sg
διαδραμάτιζες
διαδραμάτισες
διαδραματιζόσουν (α )
διαδραματίστηκες
3 sg
διαδραμάτιζε
διαδραμάτισε
διαδραματιζόταν (ε )
διαδραματίστηκε
1 pl
διαδραματίζαμε
διαδραματίσαμε
διαδραματιζόμασταν , (‑όμαστε )
διαδραματιστήκαμε
2 pl
διαδραματίζατε
διαδραματίσατε
διαδραματιζόσασταν , (‑όσαστε )
διαδραματιστήκατε
3 pl
διαδραμάτιζαν , διαδραματίζαν (ε )
διαδραμάτισαν , διαδραματίσαν (ε )
διαδραματίζονταν , (διαδραματιζόντουσαν )
διαδραματίστηκαν , διαδραματιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα διαδραματίζω ➤
θα διαδραματίσω ➤
θα διαδραματίζομαι ➤
θα διαδραματιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα διαδραματίζεις , …
θα διαδραματίσεις , …
θα διαδραματίζεσαι , …
θα διαδραματιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … διαδραματίσει
έχω, έχεις, … διαδραματιστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … διαδραματίσει
είχα, είχες, … διαδραματιστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … διαδραματίσει
θα έχω, θα έχεις, … διαδραματιστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
διαδραμάτιζε
διαδραμάτισε
—
διαδραματίσου
2 pl
διαδραματίζετε
διαδραματίστε
διαδραματίζεστε
διαδραματιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
διαδραματίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας διαδραματίσει ➤
—
Nonfinite form➤
διαδραματίσει
διαδραματιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.