διαδραματίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]διαδραματίζομαι • (diadramatízomai) passive (past διαδραματίστηκα, active διαδραματίζω)
- passive of διαδραματίζω (diadramatízo)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: διαδραματίζω (diadramatízo)