Jump to content

διαβόητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

διαβόητος (diavóitosm (feminine διαβόητη, neuter διαβόητο)

  1. notorious, infamous

Declension

[edit]
Declension of διαβόητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαβόητος (diavóitos) διαβόητη (diavóiti) διαβόητο (diavóito) διαβόητοι (diavóitoi) διαβόητες (diavóites) διαβόητα (diavóita)
genitive διαβόητου (diavóitou) διαβόητης (diavóitis) διαβόητου (diavóitou) διαβόητων (diavóiton) διαβόητων (diavóiton) διαβόητων (diavóiton)
accusative διαβόητο (diavóito) διαβόητη (diavóiti) διαβόητο (diavóito) διαβόητους (diavóitous) διαβόητες (diavóites) διαβόητα (diavóita)
vocative διαβόητε (diavóite) διαβόητη (diavóiti) διαβόητο (diavóito) διαβόητοι (diavóitoi) διαβόητες (diavóites) διαβόητα (diavóita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαβόητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαβόητος, etc.)