Jump to content

διάσειση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διάσειση (diáseisif (plural διασείσεις)

  1. concussion

Declension

[edit]
Declension of διάσειση
singular plural
nominative διάσειση (diáseisi) διασείσεις (diaseíseis)
genitive διάσεισης (diáseisis) διασείσεων (diaseíseon)
accusative διάσειση (diáseisi) διασείσεις (diaseíseis)
vocative διάσειση (diáseisi) διασείσεις (diaseíseis)

Older or formal genitive singular: διασείσεως (diaseíseos)