δημεύω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek δημεύω (dēmeúō), from δῆμος (dêmos).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]δημεύω • (dimévo) (past δήμευσα, passive δημεύομαι, p‑past δημεύτηκα/δημεύθηκα, ppp δημευμένος)
- to confiscate (by the government)
Conjugation
[edit]δημεύω δημεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | δημεύω | δημεύσω | δημεύομαι | δημευτώ, δημευθώ |
2 sg | δημεύεις | δημεύσεις | δημεύεσαι | δημευτείς, δημευθείς |
3 sg | δημεύει | δημεύσει | δημεύεται | δημευτεί, δημευθεί |
1 pl | δημεύουμε, [‑ομε] | δημεύσουμε, [‑ομε] | δημευόμαστε | δημευτούμε, δημευθούμε |
2 pl | δημεύετε | δημεύσετε | δημεύεστε, δημευόσαστε | δημευτείτε, δημευθείτε |
3 pl | δημεύουν(ε) | δημεύσουν(ε) | δημεύονται | δημευτούν(ε), δημευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δήμευα | δήμευσα | δημευόμουν(α) | δημεύτηκα, δημεύθηκα |
2 sg | δήμευες | δήμευσες | δημευόσουν(α) | δημεύτηκες, δημεύθηκες |
3 sg | δήμευε | δήμευσε | δημευόταν(ε) | δημεύτηκε, δημεύθηκε |
1 pl | δημεύαμε | δημεύσαμε | δημευόμασταν, (‑όμαστε) | δημευτήκαμε, δημευθήκαμε |
2 pl | δημεύατε | δημεύσατε | δημευόσασταν, (‑όσαστε) | δημευτήκατε, δημευθήκατε |
3 pl | δήμευαν, δημεύαν(ε) | δήμευσαν, δημεύσαν(ε) | δημεύονταν, (δημευόντουσαν) | δημεύτηκαν, δημευτήκαν(ε), δημεύθηκαν, δημευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα δημεύω ➤ | θα δημεύσω ➤ | θα δημεύομαι ➤ | θα δημευτώ / δημευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δημεύεις, … | θα δημεύσεις, … | θα δημεύεσαι, … | θα δημευτείς / δημευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δημεύσει έχω, έχεις, … δημευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … δημευτεί / δημευθεί είμαι, είσαι, … δημευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δημεύσει είχα, είχες, … δημευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … δημευτεί / δημευθεί ήμουν, ήσουν, … δημευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δημεύσει θα έχω, θα έχεις, … δημευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … δημευτεί / δημευθεί θα είμαι, θα είσαι, … δημευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δήμευε | δήμευσε | — | δημεύσου |
2 pl | δημεύετε | δημεύστε | δημεύεστε | δημευτείτε, δημευθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | δημεύοντας ➤ | δημευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας δημεύσει ➤ | δημευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | δημεύσει | δημευτεί, δημευθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αδήμευτος (adímeftos, “not confiscated; not subject to confiscation”)
- δήμευση f (dímefsi, “confiscation”)
- δημεύσιμος (diméfsimos, “subject to confiscation”)
- δημευτής m (dimeftís, “confiscator”)
- δημευτικός (dimeftikós, “confiscatory”)
- δημεύτρια f (diméftria, “confiscator”)
- and see: δήμος (dímos, “municipality”)