Jump to content

δεξιότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

δεξιότητα (dexiótitaf (plural δεξιότητες)

  1. skill, ability, craft, prowess

Declension

[edit]
Declension of δεξιότητα
singular plural
nominative δεξιότητα (dexiótita) δεξιότητες (dexiótites)
genitive δεξιότητας (dexiótitas)
δεξιότητος (dexiótitos)
δεξιοτήτων (dexiotíton)
accusative δεξιότητα (dexiótita) δεξιότητες (dexiótites)
vocative δεξιότητα (dexiótita) δεξιότητες (dexiótites)