Jump to content

δεκαεξαδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðe.ka.e.ksa.ðiˈkos/

Adjective

[edit]

δεκαεξαδικός (dekaexadikósm (feminine δεκαεξαδική, neuter δεκαεξαδικό)

  1. hexadecimal, sexadecimal

Declension

[edit]
Declension of δεκαεξαδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δεκαεξαδικός (dekaexadikós) δεκαεξαδική (dekaexadikí) δεκαεξαδικό (dekaexadikó) δεκαεξαδικοί (dekaexadikoí) δεκαεξαδικές (dekaexadikés) δεκαεξαδικά (dekaexadiká)
genitive δεκαεξαδικού (dekaexadikoú) δεκαεξαδικής (dekaexadikís) δεκαεξαδικού (dekaexadikoú) δεκαεξαδικών (dekaexadikón) δεκαεξαδικών (dekaexadikón) δεκαεξαδικών (dekaexadikón)
accusative δεκαεξαδικό (dekaexadikó) δεκαεξαδική (dekaexadikí) δεκαεξαδικό (dekaexadikó) δεκαεξαδικούς (dekaexadikoús) δεκαεξαδικές (dekaexadikés) δεκαεξαδικά (dekaexadiká)
vocative δεκαεξαδικέ (dekaexadiké) δεκαεξαδική (dekaexadikí) δεκαεξαδικό (dekaexadikó) δεκαεξαδικοί (dekaexadikoí) δεκαεξαδικές (dekaexadikés) δεκαεξαδικά (dekaexadiká)
[edit]

Further reading

[edit]