Jump to content

δεκαδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

δεκαδικός (dekadikósm (feminine δεκαδική, neuter δεκαδικό)

  1. decimal
    δεκαδικό αριθμόςdekadikó arithmósdecimal number

Declension

[edit]
Declension of δεκαδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δεκαδικός (dekadikós) δεκαδική (dekadikí) δεκαδικό (dekadikó) δεκαδικοί (dekadikoí) δεκαδικές (dekadikés) δεκαδικά (dekadiká)
genitive δεκαδικού (dekadikoú) δεκαδικής (dekadikís) δεκαδικού (dekadikoú) δεκαδικών (dekadikón) δεκαδικών (dekadikón) δεκαδικών (dekadikón)
accusative δεκαδικό (dekadikó) δεκαδική (dekadikí) δεκαδικό (dekadikó) δεκαδικούς (dekadikoús) δεκαδικές (dekadikés) δεκαδικά (dekadiká)
vocative δεκαδικέ (dekadiké) δεκαδική (dekadikí) δεκαδικό (dekadikó) δεκαδικοί (dekadikoí) δεκαδικές (dekadikés) δεκαδικά (dekadiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]