δειγματίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]δειγματίζομαι • (deigmatízomai) passive (past δειγματίστηκα, active δειγματίζω)
- passive of δειγματίζω (deigmatízo)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: δειγματίζω (deigmatízo)