Jump to content

δανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

δανικός (danikósm (feminine δανική, neuter δανικό)

  1. Danish (related to the country, people or language)

Declension

[edit]
Declension of δανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δανικός (danikós) δανική (danikí) δανικό (danikó) δανικοί (danikoí) δανικές (danikés) δανικά (daniká)
genitive δανικού (danikoú) δανικής (danikís) δανικού (danikoú) δανικών (danikón) δανικών (danikón) δανικών (danikón)
accusative δανικό (danikó) δανική (danikí) δανικό (danikó) δανικούς (danikoús) δανικές (danikés) δανικά (daniká)
vocative δανικέ (daniké) δανική (danikí) δανικό (danikó) δανικοί (danikoí) δανικές (danikés) δανικά (daniká)

Synonyms

[edit]
[edit]