Jump to content

δαμασκηνής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

δαμασκηνής (damaskinísm (feminine δαμασκηνής, neuter δαμασκηνές)

  1. plum, damson (color/colour)

Declension

[edit]
Declension of δαμασκηνής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δαμασκηνής (damaskinís) δαμασκηνής (damaskinís) δαμασκηνές (damaskinés) δαμασκηνείς (damaskineís) δαμασκηνείς (damaskineís) δαμασκηνή (damaskiní)
genitive δαμασκηνούς (damaskinoús)
δαμασκηνή (damaskiní)
δαμασκηνούς (damaskinoús) δαμασκηνούς (damaskinoús) δαμασκηνών (damaskinón) δαμασκηνών (damaskinón) δαμασκηνών (damaskinón)
accusative δαμασκηνή (damaskiní) δαμασκηνή (damaskiní) δαμασκηνές (damaskinés) δαμασκηνείς (damaskineís) δαμασκηνείς (damaskineís) δαμασκηνή (damaskiní)
vocative δαμασκηνή (damaskiní)
δαμασκηνής (damaskinís)
δαμασκηνής (damaskinís) δαμασκηνές (damaskinés) δαμασκηνείς (damaskineís) δαμασκηνείς (damaskineís) δαμασκηνή (damaskiní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δαμασκηνής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δαμασκηνής, etc.)

[edit]