Jump to content

δαλτωνισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δαλτωνισμός (daltonismósm (plural δαλτωνισμοί)

  1. Alternative form of δαλτονισμός (daltonismós)

Declension

[edit]
singular plural
nominative δαλτωνισμός (daltonismós) δαλτωνισμοί (daltonismoí)
genitive δαλτωνισμού (daltonismoú) δαλτωνισμών (daltonismón)
accusative δαλτωνισμό (daltonismó) δαλτωνισμούς (daltonismoús)
vocative δαλτωνισμέ (daltonismé) δαλτωνισμοί (daltonismoí)