δαλτωνισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]δαλτωνισμός • (daltonismós) m (plural δαλτωνισμοί)
- Alternative form of δαλτονισμός (daltonismós)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δαλτωνισμός (daltonismós) | δαλτωνισμοί (daltonismoí) |
genitive | δαλτωνισμού (daltonismoú) | δαλτωνισμών (daltonismón) |
accusative | δαλτωνισμό (daltonismó) | δαλτωνισμούς (daltonismoús) |
vocative | δαλτωνισμέ (daltonismé) | δαλτωνισμοί (daltonismoí) |