δαλτονισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- δαλτωνισμός (daltonismós)
Noun
[edit]δαλτονισμός • (daltonismós) m (plural δαλτονισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δαλτονισμός (daltonismós) | δαλτονισμοί (daltonismoí) |
genitive | δαλτονισμού (daltonismoú) | δαλτονισμών (daltonismón) |
accusative | δαλτονισμό (daltonismó) | δαλτονισμούς (daltonismoús) |
vocative | δαλτονισμέ (daltonismé) | δαλτονισμοί (daltonismoí) |