Jump to content

δακτυλίδι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δακτυλίδι (daktylídin (plural δακτυλίδια)

  1. Alternative form of δαχτυλίδι (dachtylídi)

Declension

[edit]
Declension of δακτυλίδι
singular plural
nominative δακτυλίδι (daktylídi) δακτυλίδια (daktylídia)
genitive δακτυλιδιού (daktylidioú) δακτυλιδιών (daktylidión)
accusative δακτυλίδι (daktylídi) δακτυλίδια (daktylídia)
vocative δακτυλίδι (daktylídi) δακτυλίδια (daktylídia)