Jump to content

δίωρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

δί- (δις) (dí- (dis), twice) +‎ ώρα (óra, hour) + -ος (-os)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈði.o.ɾos/
  • Hyphenation: δί‧ω‧ρος

Adjective

[edit]

δίωρος (díorosm (feminine δίωρη, neuter δίωρο)

  1. (relational) two hours, lasting two hours

Declension

[edit]
Declension of δίωρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δίωρος (díoros) δίωρη (díori) δίωρο (díoro) δίωροι (díoroi) δίωρες (díores) δίωρα (díora)
genitive δίωρου (díorou) δίωρης (díoris) δίωρου (díorou) δίωρων (díoron) δίωρων (díoron) δίωρων (díoron)
accusative δίωρο (díoro) δίωρη (díori) δίωρο (díoro) δίωρους (díorous) δίωρες (díores) δίωρα (díora)
vocative δίωρε (díore) δίωρη (díori) δίωρο (díoro) δίωροι (díoroi) δίωρες (díores) δίωρα (díora)
[edit]