δίσεκτο έτος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]δίσεκτο έτος • (dísekto étos) n (plural δίσεκτα έτη)
Declension
[edit]Further reading
[edit]- δίσεκτο έτος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
δίσεκτο έτος • (dísekto étos) n (plural δίσεκτα έτη)