Jump to content

γωνιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γωνιακός (goniakósm (feminine γωνιακή, neuter γωνιακό)

  1. corner, on the corner, around the corner
    γωνιακό μαγαζίgoniakó magazícorner shop
    γωνιακός τροχόςgoniakós trochósangle grinder

Declension

[edit]
Declension of γωνιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γωνιακός (goniakós) γωνιακή (goniakí) γωνιακό (goniakó) γωνιακοί (goniakoí) γωνιακές (goniakés) γωνιακά (goniaká)
genitive γωνιακού (goniakoú) γωνιακής (goniakís) γωνιακού (goniakoú) γωνιακών (goniakón) γωνιακών (goniakón) γωνιακών (goniakón)
accusative γωνιακό (goniakó) γωνιακή (goniakí) γωνιακό (goniakó) γωνιακούς (goniakoús) γωνιακές (goniakés) γωνιακά (goniaká)
vocative γωνιακέ (goniaké) γωνιακή (goniakí) γωνιακό (goniakó) γωνιακοί (goniakoí) γωνιακές (goniakés) γωνιακά (goniaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γωνιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γωνιακός, etc.)

Derived terms

[edit]