γωνιακός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]γωνιακός • (goniakós) m (feminine γωνιακή, neuter γωνιακό)
- corner, on the corner, around the corner
- γωνιακό μαγαζί ― goniakó magazí ― corner shop
- γωνιακός τροχός ― goniakós trochós ― angle grinder
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γωνιακός (goniakós) | γωνιακή (goniakí) | γωνιακό (goniakó) | γωνιακοί (goniakoí) | γωνιακές (goniakés) | γωνιακά (goniaká) | |
genitive | γωνιακού (goniakoú) | γωνιακής (goniakís) | γωνιακού (goniakoú) | γωνιακών (goniakón) | γωνιακών (goniakón) | γωνιακών (goniakón) | |
accusative | γωνιακό (goniakó) | γωνιακή (goniakí) | γωνιακό (goniakó) | γωνιακούς (goniakoús) | γωνιακές (goniakés) | γωνιακά (goniaká) | |
vocative | γωνιακέ (goniaké) | γωνιακή (goniakí) | γωνιακό (goniakó) | γωνιακοί (goniakoí) | γωνιακές (goniakés) | γωνιακά (goniaká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γωνιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γωνιακός, etc.)
Derived terms
[edit]- γωνιακός τροχός m (goniakós trochós, “angle grinder”)