Jump to content

γυμνοσάλιαγκος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γυμνοσάλιαγκος (gymnosáliagkosm (plural γυμνοσάλιαγκοι)

  1. Alternative form of γυμνοσάλιαγκας (gymnosáliagkas)

Declension

[edit]
singular plural
nominative γυμνοσάλιαγκος (gymnosáliagkos) γυμνοσάλιαγκοι (gymnosáliagkoi)
genitive γυμνοσάλιαγκου (gymnosáliagkou) γυμνοσάλιαγκων (gymnosáliagkon)
accusative γυμνοσάλιαγκο (gymnosáliagko) γυμνοσάλιαγκους (gymnosáliagkous)
vocative γυμνοσάλιαγκε (gymnosáliagke) γυμνοσάλιαγκοι (gymnosáliagkoi)