Jump to content

γυμνοσάλιαγκας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

γυμνοσάλιαγκας (gymnosáliagkasm (plural γυμνοσάλιαγκες)

  1. slug (gastropod)

Declension

[edit]
singular plural
nominative γυμνοσάλιαγκας (gymnosáliagkas) γυμνοσάλιαγκες (gymnosáliagkes)
genitive γυμνοσάλιαγκα (gymnosáliagka) γυμνοσάλιαγκων (gymnosáliagkon)
accusative γυμνοσάλιαγκα (gymnosáliagka) γυμνοσάλιαγκες (gymnosáliagkes)
vocative γυμνοσάλιαγκα (gymnosáliagka) γυμνοσάλιαγκες (gymnosáliagkes)

Further reading

[edit]