Jump to content

γυάλινος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From γυαλ(ί) (gyal(í)) +‎ -ινος (-inos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈʝa.li.nos/
  • Hyphenation: γυά‧λι‧νος

Adjective

[edit]

γυάλινος (gyálinosm (feminine γυάλινη, neuter γυάλινο)

  1. glass (attributive) (made of glass)
    Synonym: γυαλένιος (gyalénios)

Declension

[edit]
Declension of γυάλινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γυάλινος (gyálinos) γυάλινη (gyálini) γυάλινο (gyálino) γυάλινοι (gyálinoi) γυάλινες (gyálines) γυάλινα (gyálina)
genitive γυάλινου (gyálinou) γυάλινης (gyálinis) γυάλινου (gyálinou) γυάλινων (gyálinon) γυάλινων (gyálinon) γυάλινων (gyálinon)
accusative γυάλινο (gyálino) γυάλινη (gyálini) γυάλινο (gyálino) γυάλινους (gyálinous) γυάλινες (gyálines) γυάλινα (gyálina)
vocative γυάλινε (gyáline) γυάλινη (gyálini) γυάλινο (gyálino) γυάλινοι (gyálinoi) γυάλινες (gyálines) γυάλινα (gyálina)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ γυάλινος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language