γραμμ.
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]γραμμ. • (gramm.)
- Abbreviation of γραμματικός (grammatikós): grammatical
Noun
[edit]γραμμ. • (gramm.) (m)
- Abbreviation of γραμματικός (grammatikós): grammar
γραμμ. • (gramm.)
γραμμ. • (gramm.) (m)