γλουταμικό οξύ
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]γλουταμικό οξύ • (gloutamikó oxý) n (uncountable)
Coordinate terms
[edit]Further reading
[edit]- γλουταμικό οξύ on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
γλουταμικό οξύ • (gloutamikó oxý) n (uncountable)