Jump to content

γκριζομάλλης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

γκριζο- (gkrizo-) +‎ -μάλλης (-mállis)

Adjective

[edit]

γκριζομάλλης (gkrizomállism (feminine γκριζομάλλα or γκριζομαλλούσα, neuter γκριζομάλλικο)

  1. grey-haired (UK), gray-haired (US)

Declension

[edit]
Declension of γκριζομάλλης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γκριζομάλλης (gkrizomállis) γκριζομάλλα (gkrizomálla)
γκριζομαλλούσα (gkrizomalloúsa)
γκριζομάλλικο (gkrizomálliko) γκριζομάλληδες (gkrizomállides) γκριζομάλλες (gkrizomálles)
γκριζομαλλούσες (gkrizomalloúses)
γκριζομάλλικα (gkrizomállika)
genitive γκριζομάλλη (gkrizomálli) γκριζομάλλας (gkrizomállas)
γκριζομαλλούσας (gkrizomalloúsas)
γκριζομάλλικου (gkrizomállikou) γκριζομάλληδων (gkrizomállidon) γκριζομάλλικων (gkrizomállikon)
accusative γκριζομάλλη (gkrizomálli) γκριζομάλλα (gkrizomálla)
γκριζομαλλούσα (gkrizomalloúsa)
γκριζομάλλικο (gkrizomálliko) γκριζομάλληδες (gkrizomállides) γκριζομάλλες (gkrizomálles)
γκριζομαλλούσες (gkrizomalloúses)
γκριζομάλλικα (gkrizomállika)
vocative γκριζομάλλη (gkrizomálli) γκριζομάλλα (gkrizomálla)
γκριζομαλλούσα (gkrizomalloúsa)
γκριζομάλλικο (gkrizomálliko) γκριζομάλληδες (gkrizomállides) γκριζομάλλες (gkrizomálles)
γκριζομαλλούσες (gkrizomalloúses)
γκριζομάλλικα (gkrizomállika)