Jump to content

γκαράζι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γκαράζι (gkarázin (plural γκαράζια)

  1. Informal form of γκαράζ (gkaráz).

Declension

[edit]
Declension of γκαράζι
singular plural
nominative γκαράζι (gkarázi) γκαράζια (gkarázia)
genitive γκαραζιού (gkarazioú) γκαραζιών (gkarazión)
accusative γκαράζι (gkarázi) γκαράζια (gkarázia)
vocative γκαράζι (gkarázi) γκαράζια (gkarázia)