From Wiktionary, the free dictionary
γκαράζι • (gkarázi) n (plural γκαράζια)
- Informal form of γκαράζ (gkaráz).
Declension of γκαράζι
|
singular
|
plural
|
nominative
|
γκαράζι (gkarázi)
|
γκαράζια (gkarázia)
|
genitive
|
γκαραζιού (gkarazioú)
|
γκαραζιών (gkarazión)
|
accusative
|
γκαράζι (gkarázi)
|
γκαράζια (gkarázia)
|
vocative
|
γκαράζι (gkarázi)
|
γκαράζια (gkarázia)
|