Jump to content

γκανέζικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γκανέζικος (gkanézikosm (feminine γκανέζικη, neuter γκανέζικο)

  1. Ghanaian, Ghanan

Declension

[edit]
Declension of γκανέζικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γκανέζικος (gkanézikos) γκανέζικη (gkanéziki) γκανέζικο (gkanéziko) γκανέζικοι (gkanézikoi) γκανέζικες (gkanézikes) γκανέζικα (gkanézika)
genitive γκανέζικου (gkanézikou) γκανέζικης (gkanézikis) γκανέζικου (gkanézikou) γκανέζικων (gkanézikon) γκανέζικων (gkanézikon) γκανέζικων (gkanézikon)
accusative γκανέζικο (gkanéziko) γκανέζικη (gkanéziki) γκανέζικο (gkanéziko) γκανέζικους (gkanézikous) γκανέζικες (gkanézikes) γκανέζικα (gkanézika)
vocative γκανέζικε (gkanézike) γκανέζικη (gkanéziki) γκανέζικο (gkanéziko) γκανέζικοι (gkanézikoi) γκανέζικες (gkanézikes) γκανέζικα (gkanézika)
[edit]