Jump to content

γκαμπιανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γκαμπιανός (gkampianósm (feminine γκαμπιανή, neuter γκαμπιανό)

  1. Gambian, relating to Gambia.

Declension

[edit]
Declension of γκαμπιανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γκαμπιανός (gkampianós) γκαμπιανή (gkampianí) γκαμπιανό (gkampianó) γκαμπιανοί (gkampianoí) γκαμπιανές (gkampianés) γκαμπιανά (gkampianá)
genitive γκαμπιανού (gkampianoú) γκαμπιανής (gkampianís) γκαμπιανού (gkampianoú) γκαμπιανών (gkampianón) γκαμπιανών (gkampianón) γκαμπιανών (gkampianón)
accusative γκαμπιανό (gkampianó) γκαμπιανή (gkampianí) γκαμπιανό (gkampianó) γκαμπιανούς (gkampianoús) γκαμπιανές (gkampianés) γκαμπιανά (gkampianá)
vocative γκαμπιανέ (gkampiané) γκαμπιανή (gkampianí) γκαμπιανό (gkampianó) γκαμπιανοί (gkampianoí) γκαμπιανές (gkampianés) γκαμπιανά (gkampianá)
[edit]