Jump to content

γιατρικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γιατρικό (giatrikón (plural γιατρικά)

  1. Alternative form of ιατρικό (iatrikó)

Declension

[edit]
singular plural
nominative γιατρικό (giatrikó) γιατρικά (giatriká)
genitive γιατρικού (giatrikoú) γιατρικών (giatrikón)
accusative γιατρικό (giatrikó) γιατρικά (giatriká)
vocative γιατρικό (giatrikó) γιατρικά (giatriká)