Jump to content

γεωργιανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γεωργιανός (georgianósm (feminine γεωργιανή, neuter γεωργιανό)

  1. Georgian (relating to Georgia, its people or language)

Declension

[edit]
Declension of γεωργιανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γεωργιανός (georgianós) γεωργιανή (georgianí) γεωργιανό (georgianó) γεωργιανοί (georgianoí) γεωργιανές (georgianés) γεωργιανά (georgianá)
genitive γεωργιανού (georgianoú) γεωργιανής (georgianís) γεωργιανού (georgianoú) γεωργιανών (georgianón) γεωργιανών (georgianón) γεωργιανών (georgianón)
accusative γεωργιανό (georgianó) γεωργιανή (georgianí) γεωργιανό (georgianó) γεωργιανούς (georgianoús) γεωργιανές (georgianés) γεωργιανά (georgianá)
vocative γεωργιανέ (georgiané) γεωργιανή (georgianí) γεωργιανό (georgianó) γεωργιανοί (georgianoí) γεωργιανές (georgianés) γεωργιανά (georgianá)
[edit]