Jump to content

γεροκομείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γεροκομείο (gerokomeíon (plural γεροκομεία)

  1. (colloquial) Alternative form of γηροκομείο (girokomeío)

Declension

[edit]
Declension of γεροκομείο
singular plural
nominative γεροκομείο (gerokomeío) γεροκομεία (gerokomeía)
genitive γεροκομείου (gerokomeíou) γεροκομείων (gerokomeíon)
accusative γεροκομείο (gerokomeío) γεροκομεία (gerokomeía)
vocative γεροκομείο (gerokomeío) γεροκομεία (gerokomeía)