Jump to content

γερμανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γερμανικός (germanikósm (feminine γερμανική, neuter γερμανικό)

  1. German, Germanic (related to the country, people or language of Germany)

Declension

[edit]
Declension of γερμανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γερμανικός (germanikós) γερμανική (germanikí) γερμανικό (germanikó) γερμανικοί (germanikoí) γερμανικές (germanikés) γερμανικά (germaniká)
genitive γερμανικού (germanikoú) γερμανικής (germanikís) γερμανικού (germanikoú) γερμανικών (germanikón) γερμανικών (germanikón) γερμανικών (germanikón)
accusative γερμανικό (germanikó) γερμανική (germanikí) γερμανικό (germanikó) γερμανικούς (germanikoús) γερμανικές (germanikés) γερμανικά (germaniká)
vocative γερμανικέ (germaniké) γερμανική (germanikí) γερμανικό (germanikó) γερμανικοί (germanikoí) γερμανικές (germanikés) γερμανικά (germaniká)

Synonyms

[edit]
[edit]