Jump to content

γεμιστήρα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γεμιστήρα (gemistíraf (plural γεμιστήρες)

  1. Alternative form of γεμιστήρας (gemistíras)

Declension

[edit]
Declension of γεμιστήρα
singular plural
nominative γεμιστήρα (gemistíra) γεμιστήρες (gemistíres)
genitive γεμιστήρας (gemistíras) γεμιστήρων (gemistíron)
accusative γεμιστήρα (gemistíra) γεμιστήρες (gemistíres)
vocative γεμιστήρα (gemistíra) γεμιστήρες (gemistíres)