Jump to content

γειτονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From γείτον(ας) (geíton(as)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ʝi.to.niˈkos/
  • Hyphenation: γει‧το‧νι‧κός

Adjective

[edit]

γειτονικός (geitonikósm (feminine γειτονική, neuter γειτονικό)

  1. neighbouring (UK), neighboring (US)

Declension

[edit]
Declension of γειτονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γειτονικός (geitonikós) γειτονική (geitonikí) γειτονικό (geitonikó) γειτονικοί (geitonikoí) γειτονικές (geitonikés) γειτονικά (geitoniká)
genitive γειτονικού (geitonikoú) γειτονικής (geitonikís) γειτονικού (geitonikoú) γειτονικών (geitonikón) γειτονικών (geitonikón) γειτονικών (geitonikón)
accusative γειτονικό (geitonikó) γειτονική (geitonikí) γειτονικό (geitonikó) γειτονικούς (geitonikoús) γειτονικές (geitonikés) γειτονικά (geitoniká)
vocative γειτονικέ (geitoniké) γειτονική (geitonikí) γειτονικό (geitonikó) γειτονικοί (geitonikoí) γειτονικές (geitonikés) γειτονικά (geitoniká)

References

[edit]
  1. ^ γειτονικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language