γαστρορραγία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]γαστρορραγία • (gastrorragía) f (plural γαστρορραγίες)
Declension
[edit]Declension of γαστρορραγία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαστρορραγία • | γαστρορραγίες • |
genitive | γαστρορραγίας • | γαστρορραγιών • |
accusative | γαστρορραγία • | γαστρορραγίες • |
vocative | γαστρορραγία • | γαστρορραγίες • |