Jump to content

γαστρορραγία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γαστρορραγία (gastrorragíaf (plural γαστρορραγίες)

  1. (medicine) gastrorrhagia

Declension

[edit]
Declension of γαστρορραγία
singular plural
nominative γαστρορραγία (gastrorragía) γαστρορραγίες (gastrorragíes)
genitive γαστρορραγίας (gastrorragías) γαστρορραγιών (gastrorragión)
accusative γαστρορραγία (gastrorragía) γαστρορραγίες (gastrorragíes)
vocative γαστρορραγία (gastrorragía) γαστρορραγίες (gastrorragíes)