γαστροοισοφαγικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]γαστροοισοφαγικός • (gastrooisofagikós) m (feminine γαστροοισοφαγική, neuter γαστροοισοφαγικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γαστροοισοφαγικός (gastrooisofagikós) | γαστροοισοφαγική (gastrooisofagikí) | γαστροοισοφαγικό (gastrooisofagikó) | γαστροοισοφαγικοί (gastrooisofagikoí) | γαστροοισοφαγικές (gastrooisofagikés) | γαστροοισοφαγικά (gastrooisofagiká) | |
genitive | γαστροοισοφαγικού (gastrooisofagikoú) | γαστροοισοφαγικής (gastrooisofagikís) | γαστροοισοφαγικού (gastrooisofagikoú) | γαστροοισοφαγικών (gastrooisofagikón) | γαστροοισοφαγικών (gastrooisofagikón) | γαστροοισοφαγικών (gastrooisofagikón) | |
accusative | γαστροοισοφαγικό (gastrooisofagikó) | γαστροοισοφαγική (gastrooisofagikí) | γαστροοισοφαγικό (gastrooisofagikó) | γαστροοισοφαγικούς (gastrooisofagikoús) | γαστροοισοφαγικές (gastrooisofagikés) | γαστροοισοφαγικά (gastrooisofagiká) | |
vocative | γαστροοισοφαγικέ (gastrooisofagiké) | γαστροοισοφαγική (gastrooisofagikí) | γαστροοισοφαγικό (gastrooisofagikó) | γαστροοισοφαγικοί (gastrooisofagikoí) | γαστροοισοφαγικές (gastrooisofagikés) | γαστροοισοφαγικά (gastrooisofagiká) |