Jump to content

γαστροοισοφαγικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γαστροοισοφαγικός (gastrooisofagikósm (feminine γαστροοισοφαγική, neuter γαστροοισοφαγικό)

  1. (medicine) gastroesophageal

Declension

[edit]
Declension of γαστροοισοφαγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γαστροοισοφαγικός (gastrooisofagikós) γαστροοισοφαγική (gastrooisofagikí) γαστροοισοφαγικό (gastrooisofagikó) γαστροοισοφαγικοί (gastrooisofagikoí) γαστροοισοφαγικές (gastrooisofagikés) γαστροοισοφαγικά (gastrooisofagiká)
genitive γαστροοισοφαγικού (gastrooisofagikoú) γαστροοισοφαγικής (gastrooisofagikís) γαστροοισοφαγικού (gastrooisofagikoú) γαστροοισοφαγικών (gastrooisofagikón) γαστροοισοφαγικών (gastrooisofagikón) γαστροοισοφαγικών (gastrooisofagikón)
accusative γαστροοισοφαγικό (gastrooisofagikó) γαστροοισοφαγική (gastrooisofagikí) γαστροοισοφαγικό (gastrooisofagikó) γαστροοισοφαγικούς (gastrooisofagikoús) γαστροοισοφαγικές (gastrooisofagikés) γαστροοισοφαγικά (gastrooisofagiká)
vocative γαστροοισοφαγικέ (gastrooisofagiké) γαστροοισοφαγική (gastrooisofagikí) γαστροοισοφαγικό (gastrooisofagikó) γαστροοισοφαγικοί (gastrooisofagikoí) γαστροοισοφαγικές (gastrooisofagikés) γαστροοισοφαγικά (gastrooisofagiká)